πυριτίαση

πυριτίαση
η, Ν
ιατρ. αναπνευστική νόσος, τύπος πνευμονοκονίασης, που προκαλείται από την εισπνοή σκόνης διοξειδίου τού πυριτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιο + κατάλ. -ίαση. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. silicosis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιλίκωση — (Ιατρ.). Μορφή πνευμονοκονίωσης που οφείλεται σε συσσώρευση σκόνης πυριτίου στον πνευμονικό ιστό. Οι κρύσταλλοι του πυρίτιου όταν εισπνέονται, τραυματίζουν το λεπτότατο τοίχωμα των κυψελίδων του πνεύμονα και εισχωρούν στις λεμφικές οδούς του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”